- ἀκονᾷς
- ἀκονάωsharpenpres subj act 2nd sgἀκονάωsharpenpres ind act 2nd sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκόνας — ἀκόνᾱς , ἀκόνη whetstone fem acc pl ἀκόνᾱς , ἀκόνη whetstone fem gen sg (doric aeolic) ἀ̱κόνᾱς , ἀκονάω sharpen imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀκόνᾱς , ἀκονάω sharpen imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… … Dictionary of Greek